- κουπόνι
- το1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή, δελτίο4. (κατ' επέκτ.) κάθε απόκομμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coupon < γαλλ. ρ. couper «κόβω, τέμνω»].
Dictionary of Greek. 2013.